Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ ἀντιπεπονθός

См. также в других словарях:

  • αντιπεπονθός — το (Α) βλ. αντιπάσχω …   Dictionary of Greek

  • ἀντιπεπονθός — ἀντιπάσχω suffer in turn perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TALIO — femin. Plinio, ex talis, quasi talis retributio: Tale enim patimur, quale fecimus. Unde Lex Talionis, Lex paris vindictae, vel similitudo vindictae, Isidor. Poena reciproci, l. 11. Cod. de exhib. reis, aut similitudo supplicii, Honor. et Theodos …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντιπάσχω — ἀντιπάσχω (AM) μσν. υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου αρχ. 1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα 2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα 3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο 4. είμαι αντίθετης φύσης με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»